κατευθυσμός

κατευθυσμός
κατευθυσμός, ὁ (Α) [κατευθύνω]
ορθή διεύθυνση, ευθεία διοίκηση («ἡ κατὰ θεὸν παιδαγωγία κατευθυσμὸς ἀληθείας ἐς ἐποπτείαν θεοῡ», Κλήμ. Αλεξ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”